κοκεταρία

κοκεταρία
η
(λ. γαλλ.), φιλαρέσκεια, τάση για ερωτοτροπία: Η γυναίκα αυτή διακρίνεται για την κοκεταρία της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοκεταρία — η 1. το γνώρισμα τού κοκέτη ή τής κοκέτας, φιλαρέσκεια, επιδεικτικός καλλωπισμός 2. ροπή προς τον έρωτα, ερωτοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquetterie < ρ. coqueter «κοκορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • φιλαρέσκεια — η, Ν η ιδιότητα, το γνώρισμα τού φιλάρεσκου, κοκεταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλάρεσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φιλαρέσκεια — η το να είναι κανείς φιλάρεσκος (βλ. λ.), η επιθυμία κάποιου να αρέσει, η κοκεταρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”